καύστειρα

καύστειρα
καύστειρα (καίω), fem. adj.: hot, raging, μάχη. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καύστειρα — καύστειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού καυστήρ) 1. αυτή που καίει πολύ, καυστική, πολύ θερμή 2. μτφ. σφοδρή, οξεία («μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • καυστείρης — καύστειρα burning hot fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”